επιχειρηματικός

επιχειρηματικός
-ή, -ό (Α ἐπιχειρηματικός, -ή, -όν)
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διεύθυνση και διαχείριση επιχειρήσεων («ο επιχειρηματικός κόσμος τής χώρας», «επιχειρηματική δραστηριότητα, κίνηση» κ.λπ.)
2. ο ικανός να διευθύνει επιχείρηση («επιχειρηματική ικανότητα, επιχειρηματικό μυαλό»)
3. φρ. «επιχειρηματικές ενώσεις» — οικονομικοί συνασπισμοί ή συνεταιρισμοί επιχειρήσεων
αρχ.
αυτός που περιέχει λογικά επιχειρήματα, διαλεκτικός («ἐπιχειρηματικός λόγος»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιχείρημα. Με τη νεοελλ. σημασία μπορεί να θεωρηθεί και παράγωγο τού επιχειρηματίας].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ἐπιχειρηματικός — tentative masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιχειρηματικός — ή, ό επίρρ. ά που ανήκει ή αναφέρεται στην επιχείρηση ή τον επιχειρηματία, ο επιδέξιος στις επιχειρήσεις: Επιχειρηματικό πνεύμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐπιχειρηματικά — ἐπιχειρηματικός tentative neut nom/voc/acc pl ἐπιχειρηματικά̱ , ἐπιχειρηματικός tentative fem nom/voc/acc dual ἐπιχειρηματικά̱ , ἐπιχειρηματικός tentative fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρηματικώτερον — ἐπιχειρηματικός tentative adverbial comp ἐπιχειρηματικός tentative masc acc comp sg ἐπιχειρηματικός tentative neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρηματικῶν — ἐπιχειρηματικός tentative fem gen pl ἐπιχειρηματικός tentative masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρηματικόν — ἐπιχειρηματικός tentative masc acc sg ἐπιχειρηματικός tentative neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρηματικαί — ἐπιχειρηματικός tentative fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρηματικοῖς — ἐπιχειρηματικός tentative masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρηματικοί — ἐπιχειρηματικός tentative masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπιχειρηματικούς — ἐπιχειρηματικός tentative masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”